Wednesday, June 07, 2006

Το χρονικό ενός one night stand

Θαυμάσιο αν νικήσω το γήινο πάθος μου,
Αλλά κι αν δεν τα καταφέρω
Θα ΄χω γνωρίσει την ευτυχία.

Λ. Τολστόι (Άννα Καρένινα)


Σε ρωτάει αν θες να πιεις κάτι. Πάντα κάπως έτσι ξεκινάει. Νωρίτερα έχει καθίσει σε μια γωνία του μπαρ και σε έχει σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω. Εσύ τον έχεις δει από ώρα κι έχεις αφήσει τις φίλες σου να συζητάνε μόνες τους για τον Κωσταντή Σπυρόπουλο και για τα νέα mules που έχει φέρει το Rollini. Ανά δίλεπτο – όχι συχνότερα, μην σε περάσει για καμιά λυσσασμένη- γυρίζεις προς το μέρος του και τον κοιτάζεις ίσα στα μάτια σαν να τον προκαλείς σε παιχνίδι σκάκι. Έπειτα το αόρατο τζάμι που σας χωρίζει σπάει. Αρπάζει το αόρατο γάντι που του έχεις μόλις πετάξει και έρχεται προς το μέρος σου φέρνοντας μαζί του όλη την αύρα της επιτηδευμένα, ανεπιτήδευτης γοητείας, της ανεμελιάς και του τυχαίου. Χαμογελάει. Με αυτό το βλέμμα που μια γκόμενα του είπε κάποτε να φοράει πιο συχνά γιατί του πάει, ή που τέλος πάντων έτσι νομίζει. «Θα πιεις κάτι;» σε ρωτάει. Και στην ουσία, αυτό που σε ρωτάει είναι αν θα πεις κάτι. Κάτι που να κάνει τον ένα να ανεχτεί ευχάριστα την παρουσία του άλλου μέχρι το επόμενο πρωί. Ψάχνετε και οι δύο έναν καλό λόγο που θα σας κρατήσει μαζί μέχρι το ξημέρωμα και θα κάνει τα σεντόνια να μυρίσουν λίγο όπως τα σεντόνια που περιγράφουν οι γάλλοι ρομαντικοί του 19ου αιώνα ανάμεσα σε ιστορίες με κοκότες, μπουντουάρ και μονομαχίες.
Οι κοινότυπες ερωτήσεις (πώς σε λένε, μένεις εδώ κοντά, έρχεσαι συχνά εδώ, με τι ασχολείσαι κλπ) και τα ποτέ διαδέχονται το ένα το άλλο την ώρα που η προσπάθειά σου να γίνεις λίγο πιο πνευματώδης απ’ ό,τι συνήθως μοιάζει με την προσπάθεια του δυσλεκτικού να γράψει σωστά τη λέξη «μηνιγγίτιδα». Ευτυχώς τουλάχιστον αυτός δεν είναι περισσότερο νηφάλιος για να σου πει με σιγουριά αν τα καταφέρνεις.
Μετά από αυτό το αναγνωριστικό παιχνίδι επικρατούν μερικά λεπτά αμηχανίας –ιδιαίτερα αν δεν εξασκείς συχνά το άθλημα. Σου αρέσει ο τρόπος που γελάει με τα αστεία σου (το ίδιο αστείο δεν συγκινεί ποτέ κανέναν από την παρέα σου, αλλά έχεις πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις από το να αναρωτηθείς αν αυτός θέλει να φανεί ευγενικός ή οι άλλοι είναι κομπλεξικοί), αυτή η κάθετη γραμμή στο πιγούνι του και ο τρόπος που ανασηκώνει τον σκελετό των γυαλιών του κάθε που σου μιλάει, αλλά σου τη σπάει ο τρόπος που κοιτάζει το ντεκολτέ σου λες και από εκεί πρόκειται να ξεπηδάει το φλεγματικό σου –νομίζεις- χιούμορ. Αλλά το προσπερνάς γιατί η ματαιόδοξη πλευρά του εγώ σου σού λέει ότι το χρειάζεται. Γελάς κι εσύ με τα δικά του αστεία (αν και κάπως πολυφορεμένα) και το γέλιο σου απλώνεται στο χώρο όπως και τα ρινίσματα σιδήρου πάνω στο χαρτί αν του βάλεις από κάτω έναν μαγνήτη. Οι άνθρωποι τριγύρω σου σε αφήνουν αδιάφορο. Το μυαλό σου, το κορμί σου, οι ελπίδες σου είναι στραμμένες σε αυτόν τον κύριο και στο ποτήρι που στρέφει προς το μέρος σου σε συνδυασμό με το γεμάτο υποσχέσεις βλέμμα του.
Προς στιγμήν ξεχνάς πώς σε λένε, ποια είσαι, τις φίλες σου που σε περιμένουν στο μπαρ και το ύφος τους που δείχνει ότι δεν θα σε περιμένουν πολύ, τον Γ. που δεν σε πήρε τηλέφωνο («δεν θα ξαναπάρει ο καριόλης, θα του δείξω εγώ τι θα πει φτύσιμο»). Παίρνεις αυτό το ύφος της γυναίκας που θέλει πολύ να πιστέψει, να προκαλέσει, να ερεθίσει, να μείνει στο μυαλό σου.
Το ποτό έχει ήδη αρχίσει να κάνει τη δουλειά του, έτσι λίγες ώρες μετά όταν αυτός σου προτείνει να πάτε «κάπου πιο ήσυχα» εσύ απαντάς «ναι» με την ίδια φυσικότητα που θα απαντούσες «ναι» αν σου έλεγε «ωραίο καιρό κάνει σήμερα». Πετάς μια γελοία δικαιολογία στις φίλες σου ότι τάχα δεν αισθάνεσαι και πολύ καλά (μην σε περάσουν και για πουτάνα που πηδιέσαι με τον πρώτο τυχόντα από το πρώτο βράδυ) και την κάνεις μαζί του.
Η επόμενη σεκάνς παίζεται λίγες ώρες σπίτι του ή σπίτι σου (ευτυχώς που είχες σκεφτεί να αλλάξεις τα σεντόνια, ρεζίλι θα γινόσουν στον ξένο άνθρωπο). Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς παράτες, χωρίς όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Παρόλο που δεν γνωρίζεις καθόλου το γυμνό σώμα που έχεις απέναντί σου κάνεις όλες τις σωστές κινήσεις λες και μια αόρατη δύναμη από αυτές που αγαπούν τα μεγάλα λάθη και τις μεγάλες στιγμές σού κατευθύνει τα χέρια και αφήνει τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα εκεί ακριβώς που πρέπει. «Δεν θα υπάρξει αύριο» σκέφτεσαι και η σκέψη αυτή αντί να σου κόβει την ορμή σε οπλίζει με ακόμη μεγαλύτερο πείσμα. Αυτό στη χειρότερη περίπτωση. Γιατί στην καλύτερη δεν σκέφτεσαι απολύτως τίποτα. Δεν μιλάς και πολύ –λίγο από συστολή, λίγο από την ελαφριά ζαλάδα- νιώθεις να περπατάνε μυρμήγκια πάνω στο κορμί σου κι ύστερα έρχεται ένα μούδιασμα που παρακαλάς όμως να κρατήσει όσο πάει πιο πολύ. Οι παλμοί πέφτουν, τα σφιχτοδεμένα χέρια χαλαρώνουν και τότε μόλις αρχίζεις να καταλαβαίνεις τον ιδρώτα στο μέτωπο και το λαιμό σου. Η δεύτερη φορά, λίγα λεπτά μετά, είναι πιο χαλαρή, πιο συντροφική θα έλεγες, αν βέβαια νομιμοποιείσαι να την αποκαλείς έτσι. Εδώ τα λόγια είναι περισσότερα, ο ηθοποιός αρχίζει να μαθαίνει σιγά σιγά τις ατάκες του. Κι όπως συμβαίνει με τις τραγωδίες, μετά την κορύφωση έρχεται η κάθαρση. Μόνο που καθυστερεί λίγο μέχρι να επιστρέψεις σπίτι με το ταξί, αφού επέμενες ότι δεν υπήρχε λόγος να σε γυρίσει αυτός. Η κάθαρση γίνεται στο μπάνιο σου με αφροντούζ και σφουγγάρι και με ένα μικρό χαμόγελο καθώς θυμάσαι τα τελευταία σας λόγια. «Δώσε μου το τηλέφωνό σου να κανονίσουμε καμιά φορά», «Θα τα ξαναπούμε σίγουρα» και ξέρεις ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Κι ενώ προσπαθείς με κόπο να ανακαλέσεις στο μυαλό σου την περίεργη προφορά του (τραβούσε πολύ το «τ» ή ήταν ιδέα σου;) κοιτάς το ρολόι στο κινητό σου. Αν δεν σε κρατήσουν οι τύψεις ξάγρυπνη, θα προλάβεις να κοιμηθείς μια ώρα πριν φύγεις για τη δουλειά.

Friday, June 02, 2006

Μυστικά και ψέματα

Όχι δεν θα γράψω κάτι βαρύγδουπο για τον γκόμενο που με παράτησε, τον Ερμή που είναι ανάδρομος, τα σενάρια συνομωσίας κατά ή υπέρ της κυβέρνησης. Για την ομώνυμη ταινία του Μάικλ Λι θέλω να πω κάτι που την είδα χτες -το ξέρω, ντροπή μου, έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα- και τη βρήκα πραγματικά υπέροχη. Απλή, low budget, to the point, ανθρώπινη και βαθιά συγκινητική. Έκλαψα πολύ αλλά το φχαριστήθηκα. Από τις ταινίες που σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Θέλω κι άλλες τέτοιες.