Wednesday, January 17, 2007

Bored to be wild

Αν υπάρχει ένα φαινόμενο, στο οποίο δεν έχει δοθεί η σημασία που θα έπρεπε, αυτό είναι η βαρεμάρα.
Ο Μάρτιν Ντόελμαν διακρίνει τέσσερις τύπους βαρεμάρας:
1) η καταστασιακή βαρεμάρα, όταν κάποιος περιμένει κάτι, ακούει μια διάλεξη ή παίρνει το τρένο
2) η βαρεμάρα σε σχέση με τον κορεσμό, όταν κάποιος έχει πάρει τόσο μεγάλη δόση από το ίδιο πράγμα, που όλα του φαίνονται κοινότοπα
3) η υπαρξιακή βαρεμάρα, όπου η ψυχή δεν έχει περιεχόμενο και ο κόσμος είναι ουδέτερος και
4) η δημιουργική βαρεμάρα, η οποία δε χαρακτηρίζεται τόσο από το περιεχόμενό της όσο από τα αποτελέσματά της: ότι κάποιος εξαναγκάζεται να κάνει κάτι εντελώς καινούριο
Η τελευταία περίπτωση βαρεμάρας είναι σίγουρα αυτή από την οποία «πάσχει» η 94χρονη που πριν λίγο καιρό έκανε για πρώτη φορά αερόστατο στα δεν θυμάμαι πόσα χιλιάδες πόδια.
Όσο κι αν έχω ψάξει να βρω το είδος της βαρεμάρας που με δέρνει είκοσι και χρόνια τώρα, αυτό έχει καταστεί αδύνατο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κατά καιρούς έχω περάσει και από τις τέσσερις παραπάνω περιπτώσεις. Αυτή η βαρεμάρα μου μου έχει κοστίσει αρκετές φορές σε δουλειές, γκόμενους, φιλίες, λεφτά και πολλά άλλα πράγματα που βαριέμαι να κατονομάσω. Η λόγω βαρεμάρας αναβλητικότητά μου έχει χτυπήσει τέτοια επίπεδα που έχω βαρεθεί τη βαρεμάρα μου.
Ένας φίλος μου μου είπε ότι βαριούνται μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι αφού δεν βρίσκουν νόημα στα πράγματα για τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να καταναλώνουν πολύ φαιά ουσία. Ασπάζομαι την άποψή του – αφού με βολεύει- και συνεχίζω να βαριέμαι.


Δέκα πράγματα που βαριέμαι πολύ
1) Το κουτσομπολιό
2) Το κομμωτήριο (εκτός από τη φάση που ο Μάνος μου λούζει τα μαλλιά και μου κάνει παράλληλα μασάζ στο κεφάλι)
3) Τους ηλίθιους ανθρώπους
4) Να περιμένω να ζεσταθεί ο θερμοσίφωνας
5) Την φλυαρία και τις δικαιολογίες
6) Τη Δευτέρα το πρωί στη δουλειά
7) (Τώρα που το σκέφτομαι) τη δουλειά
8) Τα ελληνικά σίριαλ (ναι, και το Παρά Πέντε)
9) Να πλένω πιάτα
10) Να εξηγώ


Οι ατάκες της βαρεμάρας
«Αν η εργασία είναι η λύση, τότε το πρόβλημα πρέπει να είναι πολύ ηλίθιο»
Ανώνυμος

«Η δουλειά δεν είναι ντροπή, είναι βλακεία» Γκράφιτι

«Η σκληρή δουλειά δεν σκότωσε ποτέ κανέναν αλλά γιατί να παίζουμε με την τύχη μας;»
Edgar Bergen

«Οι αμερικάνοι εν γένει ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στο να κάνουν πράγματα που είναι επείγοντα που δεν τους μένει καθόλου για να κάνουν αυτά που είναι σημαντικά»
Henry Ward Beecher

«Η σκληρή δουλειά είναι το καταφύγιο όσων δεν έχουν τίποτα να κάνουν».
Oscar Wilde

«Ένα από τα συμπτώματα της επερχόμενης νευρικής κατάρρευσης είναι να πιστεύει κάποιος πως η δουλειά του είναι τρομερά σημαντική»
Bertrand Russell

«Αν η σκληρή δουλειά ήταν αρετή, τα μουλάρια θα έπρεπε να είναι άγιοι»
James D. Richardson

«Ο Πιέρ Ντε Κουπερτέν έλεγε ότι σημασία έχει η συμμετοχή, αλλά σήμερα σημασία έχει η όσο το δυνατό μικρότερη συμμετοχή»
Corinne Maier


Τα soundtrack της βαρεμάρας
Bored to death – G.G. Allin
Something to Do – Deepeche Mode
Fuck you anyway – Archive

Τα βιβλία της βαρεμάρας
Η φιλοσοφία της βαρεμάρας – Λαρς Σβεντσεν
Η σημασία του να μην κάνεις τίποτα - Όσκαρ Ουάιλντ
Καλημέρα Τεμπελιά: Το εγχειρίδιο του λουφαδόρου-Κορίν Μάγιερ,
How to be Idle - Τομ Χόντγκινσον

Οι ταινίες της βαρεμάρας
Η μέρα της μαρμότας – Χάρολντ Ράμις
Η ωραία της ημέρας – Λιουί Μπονιουέλ
Οι περισσότερες ταινίες του Αγγελόπουλου

Tuesday, January 16, 2007

Η άγνωστη Χ.

«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα.
Δεν ωφελεί.
Άφησέ με να ΄ρθω μαζί σου.»

Γιάννης Ρίτσος

Αν είναι αλήθεια αυτό που λένε πολλοί, ότι δηλαδή η τύχη και οι συγκυρίες κυβερνούν αυτόν τον κόσμο, η γνωριμία της Χ. με τον Ψ. ήταν καθαρά θέμα συγκυριών. Αλλά και λογικό επακόλουθο θα πρόσθετα εγώ για μια κοπέλα που ήρθε από την επαρχία στην Αθήνα αμέσως μετά το Λύκειο και έχοντας μόλις αφήσει πίσω της έναν αρκετά ζόρικο χρόνο γεμάτο Λατινικές λέξεις που άφηναν τον επιθανάτιο ρόγχο τους μπροστά στα πρησμένα από το διάβασμα μάτια της, αρχαιοελληνικές τελικές μετοχές, Μεγάλες Ιδέες που έφτασαν το πολύπαθο ελληνικό στράτευμα μέχρι τη γραμμή Εσκίρ Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ και νεοελληνικές εκφράσεις που στόχο είχαν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των βαθμολογητών των Πανελληνίων ακόμη κι αν μετά δεν επρόκειτο να τις χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά.
Μετά, λοιπόν, από όλη αυτή την ταλαιπωρία – η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε αφήσει αρκετά πίσω τις σχέσεις τις με τα αγόρια-, μια νέα σχέση ήταν όχι μόνο καλοδεχούμενη, αλλά σχεδόν επιβεβλημένη. Κι όμως ο Ψ, δεν ήταν κάποιος πρωτοετής συμφοιτητής της στην Πάντειο, ούτε έστω κάποιος φοιτητής άλλου τμήματος σαν κι αυτούς που συνήθιζε να χαζεύει με τις φίλες της στο κυλικείο της σχολής λίγο πριν το μάθημα του Γιάγκου Ανδρεάδη. Γνώρισε τον Ψ. μέσω της αδερφής της, η οποία σπούδαζε ήδη στην Αθήνα. Ο Ψ και η αδερφή της ήταν ήδη φίλοι. Ο Ψ. ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος της Χ. Όπως και να το δεις, ο τρόπος γνωριμίας τους δεν ήταν όσο ρομαντικός ή πρωτότυπος θα ήθελε η Χ..
Η γνωριμία τους δεν ήταν αυτό που τα γυναικεία περιοδικά λένε «έρωτας με την πρώτη ματιά». Το αντίθετο θα λέγαμε. Ο Ψ. ήταν καστανόξανθος, Παναθηναϊκός, δεν κάπνιζε, δεν έπινε καφέ, ήταν σχετικά χαμηλών τόνων και φαν της Μαράι Κάρεϊ. Δηλαδή, όλα αυτά που ΔΕΝ ήταν η Χ. Κι όμως, σιγά σιγά ο ένας κατάφερε να κεντρίσει και να κερδίσει τον άλλο. Την Χ. την κέρδισε η φυσική του ευγένεια, ο τρόπος που την πρόσεχε, το ενδιαφέρον που της έδειξε από την αρχή, η προθυμία του να συζητάνε ώρες πολλές για βιβλία, ταινίες, μακρινές χώρες, την τρύπα στο χαλί. Τον Ψ. τι να τον κέρδισε άραγε; Σε ένα πάρτι η Χ., έχοντας πιει και λίγο παραπάνω, έκανε το πρώτο βήμα και ο Ψ. ανέβηκε ευχαρίστως όλη την υπόλοιπη σκάλα. Την επόμενη μέρα πήγαν για καφέ και ο Ψ. της είπε ότι θέλουν να είναι μαζί. Η Χ. δέχτηκε πρόθυμα αφού πρώτα πέταξε ένα «να ξέρεις πάντως ότι εγώ βαριέμαι εύκολα τ΄ αγόρια».
Η σχέση τους ξεκίνησε αργά, ήρεμα και χαλαρά, όπως ξεκινά κανείς να παίζει ένα παιχνίδι σκάκι, που ελλείψει παρέας είναι αναγκασμένος να κινεί μόνος του τόσο τα άσπρα όσο και τα μαύρα πιόνια, κι έτσι όποιο αποτέλεσμα κι αν έρθει λίγο θα τον στενοχωρήσει. Οι διαφωνίες και οι τσακωμοί τους ήταν ελάχιστοι κι αν ψάχνεις την ένταση και τις παθιασμένες εκδηλώσεις, σίγουρα δεν θα τις βρεις σε αυτή τη σχέση. Και η Χ. δεν ήταν κι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Μάλλον δύστροπη θα την χαρακτήριζαν όσοι της ήξεραν. Όμως η αγάπη και η ζεστή αγκαλιά του Χ. την έκανε να αισθάνεται σιγουριά και ασφάλεια. με αποτέλεσμα γρήγορα να τον αγαπήσει κι αυτή.
Κάπως έτσι περνούσαν και τα χρόνια. Οι όμορφες στιγμές ήταν πολλές, η αγάπη τους όλο και μεγάλωνε και πολλά πράγματα που κάποιοι για συντομία τα ονομάζουν συνήθεια άρχισαν να τους δένουν. Πέρασαν κι άλλα χρόνια που γεμίζουν αρκετά άλμπουμ με φωτογραφίες ή (αργότερα) αρκετά MB μνήμης. Η Χ. πήρε πτυχίο, έπιασε δουλειά, το ίδιο και ο Ψ. Όμως η Χ. δεν ήταν ικανοποιημένη. Κάτι έλειπε. Αλλά τι; Τα βιβλία της, οι μουσικές της, οι ταινίες της μιλούσαν για ανθρώπους που είχαν πονέσει, είχαν ζήσει μόνοι τους πολύ, είχαν μαζέψει εμπειρίες από δω κι από κει, είχαν κοιμηθεί στη Δύση και είχαν ξυπνήσει στην Ανατολή. Οι άνθρωποι που θαύμαζε η Χ. ήταν κατά κόρον άνθρωποι με άστατη ζωή, που μέσα από ένα συνεχές προσωπικό τρέξιμο αναζητούσαν τα όριά τους, τον εαυτό τους, άσχετα αν τα έβρισκαν ποτέ. Άνθρωποι ελεύθεροι, με όλη τη σημασία της λέξης. Όλα αυτά θα τα καταλάβαινε ποτέ ο Ψ.; Οι δικές του αναζητήσεις στα μάτια της Χ. έμοιαζαν πολύ πιο «συνετές», πολύ πιο «ισορροπημένες». Μήπως η δική της τύχη να βρει τόσο γρήγορα τον Ψ. ήταν ταυτόχρονα και η ατυχία της. Η σχέση άρχισε να «βαλτώνει» και αυτό που λέμε «καθημερινότητα» άρχισε να πνίγει τη Χ. Μια μέρα έφυγε αποφασισμένη να ζήσει αυτά που νόμιζε ότι μέχρι τότε είχε στερηθεί. Κάποιες σχέσεις κράτησαν πολύ λιγότερο από όσο θα έπρεπε για να θεωρηθούν εμπειρίες και σίγουρο πολύ περισσότερο από όσο τις άντεχε. Της έλειπε ο Ψ. Μετά από λίγο καιρό γύρισε πίσω. Ο Ψ., αν και πληγωμένος, τη δέχτηκε. Στην αρχή τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ο Ψ., επειδή την αγαπούσε πολύ, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να είναι και πάλι καλά μαζί. Το ίδιο κι αυτή. Ταξίδια στο εξωτερικό, δώρα, εκπλήξεις. Ένα χρόνο κράτησε αυτό. Τον επόμενο Σεπτέμβρη η Χ. έφυγε και πάλι μαζί με τα αποδημητικά πουλιά. Η ιστορία επαναλήφθηκε ένα χρόνο μετά. Κι αυτή την φορά η φυγή κράτησε περισσότερο.
Την τρίτη φορά που η Χ. γύρισε πίσω, ο Ψ. δεν την περίμενε πια. «Ο πόνος είχε γίνει φόβος», της είπε και για να πνίξει τον πόνο και το φόβο του είχε καταφύγει σε άλλη αγκαλιά, προφανώς όχι τόσο επιρρεπής στις αποδράσεις. Αν και αγαπούσε την Χ. της έδειξε την πόρτα εξόδου. Μάταια προσπαθούσε αυτή να του δείξει ότι είχε αλλάξει –είχε άραγε;- ότι δεν θα ξανάφευγε ποτέ. Ο Ψ. ήταν αποφασισμένος. «Πάντα κάτι θα σου λείπε. Οι ίδιοι λόγοι θα μας χωρίζουν πάντα».
Τα πάντα είχαν χαθεί η Χ. όμως το ήξερε πια καλά. Ο Ψ. ήταν η ισορροπία της, το αντίβαρό της. Κοντά του ένιωθε δυνατή, τόσο που καμιά φορά νόμιζε ότι μπορεί να κάνει και πράγματα χωρίς αυτόν. Μακριά του όμως; Όπως ακριβώς οι πόλεις είναι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές, οι άνθρωποι που αγαπάμε, η οικογένειά μας είναι οι εμπειρίες μας. Άλλοι έχουν πολλές και ασήμαντες, άλλοι λίγες και ικανές να αναταράξουν ουρανοξύστες με την έντασή τους. Ποτέ όμως δεν μπορείς να εκτιμήσεις την αξία μιας εμπειρίας, αν δεν σταθείς μακριά της, αν δεν αφήσεις τον χρόνο να σου δείξει αν την έχεις ανάγκη ή όχι. Κι όλα αυτά που φαινομενικά χωρίζουν τους ανθρώπους είναι κι αυτά που κάνουν το γλυκό να δένει. Τα διαφορετικά συστατικά. Γιατί δεν αγαπάμε επειδή, αγαπάμε παρόλο. Αν κάποιοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να το καταλάβουν αυτό από νωρίς, κάποιοι άλλοι –αν και βαθιά μέσα τους το ξέρουν- αρνούνται να το δεχτούν. Και τότε έρχεται κάτι για να τους το βεβαιώσει. Για να τους δείξει ότι οι άνθρωποι που αγαπάμε, η οικογένειά μας, είναι πιο σημαντικοί από κάθε χαζή εμπειρία που μπορεί να τονώνει τον εγωισμό μας αλλά ξεφουσκώνει πιο γρήγορα κι από μπαλόνι ηλίου. Κι αυτοί οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπάμε είναι λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και δεν έχουμε την πολυτέλεια να απαρνηθούμε έστω κι έναν από αυτούς. Τι κρίμα που όταν το καταλαβαίνουμε είναι πια αργά.

Wednesday, January 10, 2007

Μέσα Μαζικής Μόρφωσης

Αν από όλη τη ζωή μου μπορούσα να απομονώσω τις στιγμές που έχω περάσει στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι αυτές θα καταλάμβαναν περίπου το 1/27. Δηλαδή, έναν χρόνο τον έχω περάσει σίγουρα εκεί μέσα. Σε λεωφορεία, τρόλεϊ, τρένα, αργότερα στο μετρό (στον προαστιακό δεν είχα μέχρι τώρα την τιμή, το τραμ το έχω πάρει μόνο μια φορά, οπότε δεν το υπολογίζω) έχω ζήσει τα πάντα: μεθυσμένους να ξερνάνε δίπλα μου, πρεζάκια να βαράνε ένεση, ζευγάρια να πλακώνονται, πορτοφολάδες εν ώρα εργασίας (ευτυχώς, την πλήρωσε ο διπλανός μου). Μια φορά ένας ανώμαλος, καλοκαίρι ήταν, θεώρησε καλό να αρχίσει να τρίβεται από πίσω μου και επάνω μου. Είχε κάψες ο άνθρωπος και χρειαζόταν εκτόνωση. Μια άλλη φορά ένας άλλος που καθόταν απέναντί μου και κάπνιζε μέσα στο τρένο, μου άρπαξε το βιβλίο που διάβαζα και έσκισε το εξώφυλλο του για να σβήσει με αυτό το τσιγάρο του, όταν ο σεκιουριτάς μπήκε για να τον επιπλήξει. Καθώς μάλιστα εκτός των άλλων πάσχω και από ορθοστατική υπόταση έχω λιποθυμήσει τουλάχιστον μία φορά σε καθένα από αυτά (μόνο σε αεροπλάνο δεν έχω λιποθυμήσει ακόμη, αλλά ποτέ δεν είναι αργά).

Όμως εκεί μέσα έχω ζήσει και ωραίες στιγμές. Ένα πρωί που πήγαινα στη σχολή ένα αγόρι που στεκόταν απέναντί μου στο λεωφορείο μου είπε «είσαι το πιο πολύχρωμο πλάσμα που είδα από το πρωί, είμαι σίγουρος ότι η μέρα μου θα πάει πολύ καλά». Ένα άλλο βράδυ μια γριούλα με πετυχαίνει στο τρένο με ρωτάει «θέλεις να σου πω πώς πέρασα την ημέρα μου;» και καταλήξαμε να μιλάμε από το Θησείο μέχρι το Μαρούσι (ενώ εγώ κατέβαινα Άνω Πατήσια). Ένα από τα φιλιά που νοσταλγώ πιο πολύ το έδωσα, πριν χρόνια, ένα βράδυ γυρίζοντας από Φάληρο – Πατήσια.

Οι πιο όμορφες στιγμές μου όμως μέσα εκεί ήταν οι στιγμές που πέρασα με τα βιβλία μου. Επανάληψη της τελευταίας στιγμής για την εξεταστική, εφημερίδες, περιοδικά αλλά κυρίως βιβλία, βιβλία που μου κάνουν κέφι και που είμαι πολύ τεμπέλα, κουρασμένη, αναβλητική ή επιρρεπής στο ποτό για να τα διαβάσω γυρνώντας σπίτι. Μέσα στα μέσα μεταφοράς έχω διαβάσει άπειρα βιβλία από τους «Αδερφούς Καραμαζώφ» μέχρι το «Όχι πια σεξ, μόνο φίλοι». Οι σελιδοδείκτες μου ήταν τα εισιτήρια, ενώ συνήθιζα να υπολογίζω το χρόνο που θα μου πάρει να διαβάσω ένα βιβλίο με τις διαδρομές. Το «Σάββατο Βράδυ στην Άκρη της Πόλης» ήταν 9 φορές η διαδρομή Πατήσια-Πάντειος, η «Ιστορία της Πολιορκίας της Λισσαβόνας» ήταν 12 φορές η διαδρομή Πατήσια – Γέρακας και πάει λέγοντας. Πόσες φορές δεν έχω χάσει τη στάση μου επειδή «ξεχάστηκα» με το βιβλίο στο χέρι... Μια φορά ένα αγόρι που καθόταν δίπλα μου και διάβαζε κι αυτό, μου ζήτησε το βιβλίο μου (θυμάμαι διάβαζα το «Τρυφερή είναι η Νύχτα») και έγραψε στη πρώτη σελίδα του το τηλέφωνό του. Ποτέ δεν πήγαινα πουθενά χωρίς βιβλίο. Μια δυο φορές που το είχα κάνει είχα καταλήξει να διαβάζω ό,τι free press κυκλοφορούσε. Μια φορά μάλιστα το είχα σηκώσει από το πάτωμα.
Τα τελευταία δύο χρόνια έρχομαι στη δουλειά με το αυτοκίνητο. Αυτό σημαίνει ότι οι διαδρομές μου με τα μέσα μαζικής μεταφοράς έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Άντε, κανένα πρωινό Σαββάτου μέχρι το κέντρο ή κανένα Κολωνάκι ή Ψυρρή για ποτό όταν οι πιθανότητες να παρκάρω είναι λιγότερες από τις πιθανότητες να βρεθεί τελικά καταρράκτης στον Άρη. Ως εκ τούτου, έχουν μειωθεί πολύ και τα βιβλία που διαβάζω. Στο κρεβάτι προτιμώ να κοιμάμαι ή να πηδιέμαι, στον καναπέ μου κάνει πολύ άβολο. Προτιμώ το πρωί στην κουζίνα με τσιγάρο και καφέ και τα πόδια πάνω στο τραπέζι. Αλλά τις περισσότερες φορές αποκοιμιέμαι και τρέχω να προλάβω να πάω στη δουλειά. Πού καιρός να διαβάσω.
Η μακρόχρονη θητεία μου στα μέσα μεταφοράς μου έμαθε πολλά πράγματα για τους ανθρώπους, την καθημερινότητα. Μπορώ να υπολογίζω πόσα δευτερόλεπτα χρειάζεται η διαδρομή Πατήσια – Μοναστηράκι με το τρένο, από ποια πόρτα πρέπει να βγω στο Μετρό για να «πέσω» κατευθείαν στην έξοδο, πότε ακριβώς περνάει από τη στάση μου το Α8 και το 3. Κυρίως όμως έμαθα πόσο σημαντικό είναι το κάθε δευτερόλεπτο. Προλαβαίνω ακόμη μια σελίδα μέχρι την επόμενη στάση;